- σιτεμπόριο
- το, Νβλ. σιτεμπορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιτεμπόριο — το εμπόριο σίτου ή σιτηρών: Ο πατέρας του ασχολείται με το σιτεμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτεμπορία — η, και σιτεμπόριο, το, Ν εμπόριο σιταριού και άλλων δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + εμπορία / εμπόριο (< έμπορος). Ο τ. σιτεμπορία μαρτυρείται από το 1891 στον Ιωάννη Φιλήμονα] … Dictionary of Greek